εἰδήσεως

εἰδήσεως
εἰδήσεω̆ς , εἴδησις
knowledge
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξακρίβωση — η (AM ἐξακρίβωσις) [εξακριβώ] νεοελλ. διαπίστωση, επαλήθευση, βεβαίωση («εξακρίβωση τής ειδήσεως») μσν. ακριβής έκθεση αρχ. αυστηρή τήρηση («ἐξακρίβωσις τοῡ νόμου», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”